упереть - translation to
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

упереть - translation to


запрет      
proibição (f), interdição (f)
припереть      
(плотно закрыть) escorar ; (прижать) apertar (contra) ; {простореч.}(прийти, приехать) chegar , ir bater (em algum lugar)
пер.      
(переулок) travessa (f)

Ορισμός

УПЕРЕТЬ
I
опереть плотно, прижать.
У. бревно в стену. У. руки в бока. У. подбородок в кулаки.
II
То же, что украсть.
Уперли кошелек.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για упереть
1. Чагину приходит идея упереть домкрат в верхнюю часть диска.
2. Просто поднять ногу, упереть ее в дверную коробку, в потолок - да пусть стоит.
3. За неимением треножника ее можно упереть в косяк окна или балкона.
4. И что-то упереть, да так, чтоб после кто-то помер, мне тоже лень.
5. Я прикинула, кто может на глазах у всех упереть сразу три тачки.